- λούτριον
- λούτριονwater that has been used in washingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λούτριον — λούτριον, τὸ (Α) [λουτρόν] το νερό που χρησιμοποιήθηκε για πλύσιμο κάποιου («δεὸς μὴ ἐν λουτρίῳ ἀπολουσώμεθα», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
λουτρίῳ — λούτριον water that has been used in washing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRAEPOSITI — dicuntur sub rubr. Cod. de suscept. et praepos. qui horreis pagisque praefecti sunt, l. 2. Cod. eod. tit. horreis scil. in quae species fisco debitae importantur, pagus autem, unde exportantur, Prateius ex Cuiacio ad d. rubr. apud Ioh. Calvin.… … Hofmann J. Lexicon universale
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
ԼՈԳԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0891 Chronological Sequence: 6c, 10c, 14c գ. λούτριον, λουτρόν lavacrum. Լուացարան. աւազան. բաղանիք. եւ Լուացումն. լոգանք. *Ըստ իւրաքանչիւր հոմերամ տեսակացն հասեալ ʼի տեղիս լոգարանացն. Պիտ. վերջբ: *Որ եւ լոգարան. Անան. եկեղ.: *Ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)